- βαλτώνω
- [βάλτος]1. (για περιοχές) μεταβάλλομαι σε βάλτο2. βυθίζομαι σε βάλτο ή λάσπη3. βυθίζομαι, βουλιάζω («βάλτωσε στα χρέη» — είναι καταχρεωμένος).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βαλτώνω — βαλτώνω, βάλτωσα, βαλτωμένος βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
βαλτώνω — ωσα, ώθηκα, βαλτωμένος 1. μεταβάλλομαι σε βάλτο: Οι πλημμύρες βάλτωσαν το χωράφι. 2. βρίσκομαι σε δύσκολη θέση, σε αδιέξοδο: Η δουλειά μας βάλτωσε, δεν προχωράει καθόλου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βάλτος — Ονομασία τεσσάρων οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 950 μ., 14 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καλαβρύτων του νομού Αχαΐας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λευκασίου. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 260 μ., 45 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μιραμπέλλου του… … Dictionary of Greek
βάλτωμα — το [βαλτώνω] ελώδης περιοχή … Dictionary of Greek